Τα 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία

Τα 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία

Του Μωυσή Ελισάφ

ΝΕΑ 04-07-2020 (σελ. 39)

Στον παρόντα χρόνο, κατά τον Θωμά τον Ακινάτη (1225-1274), συνυπάρχουν τρεις χρόνοι μαζί: είναι το παρόν του παρελθόντος, είναι το παρόν του παρόντος και είναι και το παρόν του μέλλοντος. Συνυπάρχουν, δηλαδή, η μνήμη, το παρόν και η προσδοκία. Με το να γυρνάμε συνεπώς ως συλλογική συνείδηση στο κορυφαίο αυτό γεγονός του εθνικού ξεσηκωμού του ‘21, ουσιαστικά αναλαμβάνουμε την ευθύνη να αναζητήσουμε τα όποια θετικά ή και αρνητικά ριζώματα προκύψουν από την περιήγηση στον χθεσινό εαυτό μας. Και με αυτά ως γνώμονα να επιλύουμε τα προβλήματα του παρόντος, αλλά και να σχεδιάζουμε το μέλλον μας.

Η αναδρομή, ωστόσο, σε κλίμα εορτασμού και εθνικής ευφορίας στο κορυφαίο αυτό γεγονός της εθνικής παλιγγενεσίας μπορεί να αποβεί μια σ ω τ ή ρ ι α ευκαιρία, αλλά και μια επικινδυνότητα. Και είναι σωτήρια γιατί μέσα στη ρίζα του παρελθόντος υπάρχουν όλα εκείνα τα παράρριζα που επιβιώνουν ακόμη και των οποίων η ακριβέστερη κατανόηση μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση του παρόντος, αλλά και την επίσης καλύτερη πρόβλεψη του μέλλοντος. Εμπεριέχεται όμως ταυτόχρονα στην επετειακή αυτή αναδρομή και ένας κίνδυνος: είναι ο πειρασμός της ωραιοποίησης, που πάντα καραδοκεί, αλλά και εκείνος της επαναθεώρησης της Ιστορίας που ωστόσο παραμένει πάντα έργο της διαρκώς έστω ανανεούμενης επιστήμης. Με γνώμονα τις δυο αυτές ορίζουσες, ο εορτασμός μπορεί να μεταλλαχτεί σε π α ι δ ε ί α και η εορταστική αναδρομή να αποκτήσει το ακριβές νόημά της.

Ο Hegel, βεβαίως, υποστήριζε ότι η Ιστορία ένα μόνο διδάσκει, ότι δεν διδάσκει τίποτε. Και όμως, όταν αναζητούμε τα νήματα που συνδέουν το άλλοτε με το τώρα και εκείνα που στην εξέλιξή τους πιθανώς θα συνδέσουν το τώρα με το αύριο, στην πραγματικότητα διεισδύουμε στα απόκρυφα μυστικά της ροής της Ιστορίας, στον πυρήνα της δηλαδή. Που σημαίνει ότι πολιορκούμε το π ώ ς και γ ι α τ ί, γεγονός που στη συνέχεια μπορεί να συμβάλει και στην ορθότερη συμβολή μας στη διαμόρφωση της πορείας μας. Από την οπτική αυτή μαθαίνουμε ότι η κίνηση της Ιστορίας δεν είναι συνέπεια αυτοκίνησης που οι άνθρωποι ακολουθούν ανεύθυνοι. Η κίνηση καθορίζεται από τα ίδια τα βήματά τους. Αρα και τα δικά μας. Να ένα πρώτο μάθημα που παίρνουμε από την Ιστορία. Και άρα και από τον εορτασμό του ‘21.

Ο επί αιώνες αυτοαναπαραγόμενος χθεσινός κόσμος έπαψε πλέον μέσα στον στρόβιλο των εξελίξεων να υπάρχει. Η ταχύτητα των αλλαγών στον καιρό μας καθιστά διαρκώς όλο και πιο αβέβαιο το παρόν και όλο και πιο απρόβλεπτο το μέλλον. Ταυτόχρονα μας μεταλλάσσει όλους σε διαρκώς κινούμενα. Βιαζόμαστε, βιαζόμαστε, βιαζόμαστε. Ξέρουμε όμως πού πάμε; Το να ξέρουμε συνεπώς από πού ερχόμαστε δείχνει και το ποιοι οφείλουμε να είμαστε, δείχνει και το πού οφείλουμε να πάμε, δείχνει ακόμη και το πού μπορούμε να πάμε. Αρκεί να διαβάζουμε σωστά το παρελθόν. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση θα χάνουμε τις μάχες και του παρόντος και του μέλλοντος. Που σημαίνει πρώτα ψάχνω το πώς, το προς τα πού και το γιατί κι ύστερα πιστεύω. Το αντίθετο πρέπει να αποκλείεται.

Να ένα δεύτερο μάθημα που μπορεί να προκύπτει από τον εορτασμό.

Μπορούμε όμως να συνεχίσουμε: το 1821 δημιουργήθηκε άτυπα και δειλά, ουσιαστικά από ένα χαμένο μέσα στην απεραντοσύνη της πολύχρονης οθωμανικής δουλείας «εμείς», που ωστόσο γρήγορα γιγαντώθηκε. Και μέσα από αντικειμενικές αλλά και υποκειμενικές δυσχέρειες έφτασε στο ποθητό αποτέλεσμα. Πάντως αυτό το φτωχό στην αρχή «εμείς» ούτε παρθενογέννητο ήταν ούτε βραχύβιο αποδείχτηκε. Ηταν ένα «εμείς» που επωάστηκε κάτω από τον άγραφτο συνταγματικό χάρτη που διαμόρφωσαν η θρησκεία, η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, και επέτρεψε σ’ έναν λαό να διατηρήσει την ιδιαιτερότητά του για τις χιλιετίες που προηγήθηκαν. Και να διεκδικήσει κάτω από εντελώς αντίξοες συνθήκες την αυτονομία του. Την προβολή της εθνικής ταυτότητάς του.

Ποιες ήταν οι αντικειμενικές δυσκολίες, είναι προφανές: εκτός από τη συντριπτικά ισχυρότερη δύναμη του δυνάστη, ένα μη αμφισβητήσιμο γεγονός είναι η Συνθήκη της Βιέννης του 1814, με την οποία ο γεωγραφικός χάρτης της Ευρώπης σφραγίστηκε με την εγγύηση των τότε ισχυρών και αναγνώριζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τη μόνη κυρίαρχη δύναμη. Η εξέγερση, συνεπώς, της μικρής τότε οθωμανικής επαρχίας που αργότερα έγινε η Ελλάδα δεν είχε καμιά ελπίδα επιτυχίας. Ομως επίσης είναι γεγονός ότι η αρχικά δειλή έστω εξέγερση των προγόνων μας αγνόησε τις αρνητικές συγκυρίες του καιρού εκείνου και διεκδίκησε την αυτονομία της. Και είναι η πρώτη εξέγερση στα Βαλκάνια, αλλά και στην Ευρώπη, που αγνόησε προκλητικά τις πράγματι αποτρεπτικές δυσχέρειες και τελικά οδήγησε στη δημιουργία μιας εθνικής και κρατικής οντότητας.

Να υπενθυμίσουμε όμως και κάτι ακόμη: η γλωσσική ταυτότητα των εξεγερμένων τούς συνέδεε με έναν παγκόσμια θαυμαζόμενο πολιτισμό, όπως ήταν ο αρχαιοελληνικός. Ηταν η σπίθα που συντηρούσε και επεξέτεινε τη φωτιά της εξέγερσης. Και όταν βρέθηκε στα πολύ στενά της Ιστορίας ήρθε το Ναυαρίνο και ξεκλείδωσε την πόρτα του μέλλοντός μας. Το ίδιο έγινε και νεότερα όταν η χώρα μας κινδύνεψε να φύγει από την ΕΕ – για να το αποτρέψει ο τότε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είπε: «Δεν θα ήθελα από εδώ και στο εξής να βλέπω τον Πλάτωνα να παίζει στη Β’ Εθνική».

Η χώρα μας αναζήτησε πολλές φορές τη δύναμή της στο ευκλεές παρελθόν της.

Η συνέπεια ήταν το 1821 να μην είναι μόνο η απελευθέρωση ενός υπόδουλου κράτους. Αλλά να είναι κάτι πολύ ευρύτερο: το 1821, ουσιαστικά δεν συγκρούστηκε μόνο ο Δαβίδ με τον Γολιάθ. Και νίκησε ο Δαβίδ. Συγκρούστηκε η απολυταρχία του ανατολικού κόσμου με τον φιλελευθερισμό του ανατέλλοντος δυτικού κόσμου. Συγκρούστηκε ο «πολιτισμός» της βαρβαρότητας με τον ανατέλλοντα πολιτισμό της Δύσης, απότοκο των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Μη λησμονούμε ότι τα τρία συνταγματικά κείμενα 1822, 1823 και 1827 είναι επηρεασμένα από τα γαλλικά Συντάγματα του 1793 και του 1795, καθώς και από το συνταγματικό σχεδίασμα του πρώτου ακτιβιστή της χώρας Ρήγα Βελεστινλή. Δηλαδή συγκρούστηκε το άδικο με το δίκαιο. Το ανέφικτο με το εφικτό. Και επικράτησαν το δίκαιο και το ανέφικτο.

Κι αυτό είναι ένα επόμενο μάθημα.

Θα κλείσω με κάτι δυσάρεστο, και όμως αναγκαίο: η μεταξύ μας έρις είναι σχεδόν εγκαθιδρυμένη στο DNA μας. Σε βαθμό που στα δύσκολα μήτε η ανδρεία μας μήτε οι πρόγονοί μας μπορούν να μας σώσουν. Κατά τον Paul Ricoeur, «στην ατομική συνείδηση παίζεται η μοίρα της κοινωνίας». Αλλά και μια κρητική μαντινάδα του 1884 που διασώζει ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του λέει πυκνά και ευθύβολα:

«Την τύχη του κάθε λαός την κάνει μοναχός του

Κι όσα του κάνει η τρέλα του δεν του τα κάν’ οχτρός του»

Τη ζωή μας στους σύγχρονους ρευστούς καιρούς την καταπίνει ο βραχύς χρόνος της αγχώδους καθημερινότητας. Μαζί και την ακριβή ταυτότητά μας. Την πραγματική ταυτότητά μας μόνο ο μακρύς χρόνος της Ιστορίας μπορεί να μας την αποδώσει. Και τον μακρύ χρόνο μόνο η ιστορική αναδρομή μπορεί να μας τον διαθέσει. Ο εορτασμός συνεπώς της νεότερης αφετηρίας μας είναι ακριβώς και αυτός: να επαναβεβαιώσουμε την εθνική μας ταυτότητα.

Ο Μωυσής Ελισάφ είναι δήμαρχος Ιωαννίνων